- ἐνήθλει
- ἐνή̱θλει , ἐν-ἀθλέωhaving contended withimperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναθλώ — ( έω) (AM ἐναθλῶ) 1. υπομένω, αντέχω ως αθλητής («ὑπὲρ Χριστοῡ ἐναθλῶν», Μηναία) 2. (με απρμφ.) επιχειρώ («τὸ πόλισμα ἐνήθλει λαβεῑν») 3. αγωνίζομαι, πολεμώ αρχ. ασκούμαι, γυμνάζομαι σε κάτι … Dictionary of Greek